χαριστικός

χαριστικός
χαριστικός
giving freely
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… …   Dictionary of Greek

  • χαριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός. 2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική. 3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαριστικόν — χαριστικός giving freely masc acc sg χαριστικός giving freely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικαί — χαριστικός giving freely fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικοῖς — χαριστικός giving freely masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικοί — χαριστικός giving freely masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικούς — χαριστικός giving freely masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικωτάτου — χαριστικός giving freely masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστικῆς — χαριστικός giving freely fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστική — χαριστικός giving freely fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”